- μεσολαβή
- η1. το πιάσιμο της μέσης με τα δύο χέρια.2. το σφίξιμο της μέσης του αντιπάλου στο αγώνισμα της πάλης: Κέρδισε τον αγώνα με μεσολαβή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.